ροδίτικος
Смотреть что такое "ροδίτικος" в других словарях:
ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός … Dictionary of Greek
ροδίτικος — η, ο ο ροδιακός: Έχουμε στο σπίτι μας αρκετά ροδίτικα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίτικος — κατάλ. επιθέτων τής Νέας Ελληνικής η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. ίτης με την κατάλ. ικός και δηλώνει καταγωγή, προέλευση και, γενικά, αυτό που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνο που σημαίνει το αντίστοιχο όν. σε ίτης (πρβλ. ανατολ… … Dictionary of Greek
ροδιανός — ή, όν, Α ροδιακός, ροδίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Ασ ιανός)] … Dictionary of Greek